εσπερίδα

εσπερίδα
η (AM ἑσπερίς, -ίδος) [εσπέρα]
νεοελλ.
1. φιλική βραδινή συγκέντρωση
2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό
3. βοτ.
γένος δικότυλων ποωδών φυτών
4. στον πληθ. οι εσπερίδες
οικογένεια λεπιδόπτερων ροπαλόκερων εντόμων
αρχ.
1. δυτική («ἑσπερὶς ἅλμη», Νόνν.)
2. άνθος που ευωδιάζει το βράδυ
3. ως κύριο όν. αἱ Ἑσπερίδες
μυθικές κόρες τής νύχτας («τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων» — τα χρυσά μήλα τού κήπου τον οποίο φύλαγαν οι Εσπερίδες)
4. φρ. «Ἑσπερίδων νῆσοι» — τα νησιά Κασσιτερίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἑσπερίδα — Ἑσπερίς western fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπερίδα — ἑσπερίς western fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hespérie du barbon — Gegenes pumilio …   Wikipédia en Français

  • Hespérie levantine — Carcharodus oriental …   Wikipédia en Français

  • Hespérie ottomane — Erynnis marloyi …   Wikipédia en Français

  • Hesperie de Lederer — Hespérie de Lederer Thymelicus hyrax …   Wikipédia en Français

  • βεγγέρα — η βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι για φιλική συζήτηση ή διασκέδαση, συναναστροφή όπου προσφέρονται αναψυκτικά, ελαφρά ποτά και γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. veggheria «αγρυπνία, εσπερίδα»] …   Dictionary of Greek

  • εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • προεσπερίδα — η, Ν συγκέντρωση και διασκέδαση νωρίς το βράδι, πριν από το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εσπερίδα. Η λ., στον λόγιο τ. προεσπερίς, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”